- Καυκάσου
- ΚαύκασοςMt. Caucasusmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
Καύκασος ή Καυκασία — (Caucasia). Γεωγραφική περιοχή (440.000 τ. χλμ.), που περιλαμβάνει το απώτατο μέρος της δυτικής Ρωσίας (Βόρεια Καυκασία, παλαιότερα Εγγύς Καυκασία, Ciscaucasia) και τη Γεωργία, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν (Υπερκαυκασία, Transcaucasia).… … Dictionary of Greek
Ιβηρία — Ονομασία δύο περιοχών της Ευρώπης κατά την αρχαιότητα. 1. Η περιοχή όπου κατοικούσαν οι Ίβηρες, στον χώρο της σημερινής Ισπανίας. Η ονομασία προσδιορίζει ιδιαίτερα το βορειοανατολικό τμήμα της χερσονήσου. Αργότερα, οι Ίβηρες κατόρθωσαν να… … Dictionary of Greek
Τσετσένοι — οι, Ν εθνολ. λαός τού Καυκάσου, η σημαντικότερη μετά τους Ρώσους εθνική ομάδα τού βόρειου Καυκάσου … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
σβαν — η, Ν (ενν. γλώσσα) γλωσσ. μη γραπτή γλώσσα που μιλιέται στα νότια τού όρους Ελμπρούζ υψίπεδα τού Καυκάσου και που μαζί με την γεωργιανή, την μιγκρελιανή και την λαζ συγκροτούν την λεγόμενη καρτβελιανή ή νότια καυκασιανή γλωσσική οικογένεια.… … Dictionary of Greek
Αβασγοί — Ένας από τους αρχαιότερους λαούς της καυκασιανής φυλής. Κατοικούν κατά μήκος της ανατολικής παραλίας του Εύξεινου Πόντου, στις δυτικές υπώρειες του Καυκάσου. Η γλώσσα τους είναι το πιο δύσκολο καυκασιανό ιδίωμα. ΟιΑ. ήλθαν πολύ νωρίς σε… … Dictionary of Greek
αγριοκάτσικο ή αίγαγρος — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό που ζει στις ορεινές περιοχές της κεντρικής και νότιας Ευρώπης, της κεντρικής Ασίας και της Αφρικής. Σε ορισμένες περιοχές τείνει να εκλείψει εξαιτίας του κυνηγιού, γι’ αυτό προστατεύεται από αυστηρές διατάξεις. Με το… … Dictionary of Greek
Αδιγέας, Δημοκρατία — (Adygeja).Δημοκρατία (7.600 τ. χλμ., 448.900 κάτ. το 2000) της Ρωσικής Ομοσπονδίας στο βορειοδυτικό τμήμα του Καυκάσου, στην αριστερή όχθη των ποταμών Κουμπάν και Λάμπα. Πρωτεύουσα είναι η Μαϊκόπ (167.000 κάτ. το 2002). Το κλίμα είναι εύκρατο,… … Dictionary of Greek